-
1 дно
-
2 перевернуть
перевернуть, перевёртывать ανατρέπω, περιστρέφω· αναποδογυρίζω; \перевернуть всё вверх дном κάνω όλα άνω κάτω* * *= перевёртыватьανατρέπω, περιστρέφω; αναποδογυρίζωпереверну́ть всё вверх дном — κάνω όλα άνω κάτω
-
3 вверх
вверхнареч ἐπάνω, ἄνω, προς τά πάνω:плыть \вверх по реке ἀνεβαίνω τό ποτάμι, ἀναπλέω ποταμό; \вверх и вниз πάνω καί κάτω; смотреть \вверх βλέπω ψηλά; ◊ \вверх дном разг ἄνω κάτω, ἀνάποδα; ру́ки \вверх! ψηλά τά χέρια! -
4 встрепать
-плю, -плешь, προστκ. встрепли, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. встрепанный, βρ: -пан, -а, -оρ.σ.μ.ανακατεύω, ανακατώνω, κάνω άνω-κάτω, χαλνώ•ветер -ал ее волосы ο άνεμος της έκανε τα μαλλιά άνω-κάτω.
-
5 перевернуть
-ну, -ншь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. переврнутый, βρ: -нут, -а, -о ρ.σ.μ.1. γυρίζω, αναστρέφω• αντιστρέφω. || ανατρέπω, αναποδογυρίζω, τουμπάρω. || ξεφυλλίζω, φυλλομετρώ.2. ανασκαλεύω, αναδιφώ, κάνω άνω-κάτω, αναποδογυρίζω.3. μτφ. αλλάζω, μεταλλάζω, αλλοιώνω, διαφοροποιώ.4. αναστατώνω ψυχικά.εκφρ.перевернуть всё вверх дном – τα κάνω άνω-κάτω, αναποδογυρίζω τελείως•перевернуть весь мир (свет) – αναποδογυρίζω το σύμπαν.1. αναστρέφομαι, γυρίζω•перевернуть на бок γυρίζω στο πλευρό.
|| ανατρέπομαι, αναποδογυρίζω, τουμπάρω, μπατάρω. || περιστρέφομαι,2. μτφ. αλλάζω, αλλοιώνομαι, διαφοροποιούμαι.εκφρ.души -лась ή сердце -лось – πονά η ψυχή μου, ραγίζει η καρδιά μου (λυπούμαι ολόψυχα, κατάκαρδα)•-тся в гробу ή -лся бы в гробу – θα τρίζουν ή θα έτριζαν τα κόκκαλα στον τάφο (κάποιου). -
6 палуба
мор. το κατάστρωμαразг. η κουβέρτα (ξεν.)настилать - у (επι)στρώνω το - (π.χ. με ξυλεία)верхняя / нижняя - твиндечная - άνω/κάτω - του κουραδόρουРусско-греческий словарь научных и технических терминов > палуба
-
7 нога
ног||аж τό πόδι, τό ποδάρι, ὁ ποῦς (ступня)/ χό σκέλος, ἡ κνήμη, ἡ γάμπα (от ступни до колена):длинные ноги τά μακρυά πόδια· положить но́гу на \ногау βάζω τό ἕνα πόδι ἐπάνω στό ἄλλο· сбить кого-л. с ног ρίχνω κάποιον κάτω· наступить кому-л. на \ногау πατώ τό πόδι κάποιου· у меня но́ги подкашиваются τρέμουν τά πόδια μου, μοῦ κόβονται τά γόνατα· на \ногаах не стоит δέν στέκεται στά πόδια του· босой \ногао́й ξυπόλητος, ἀνυποδητί· задние но́ги τά πισινά πόδια· передние но́гн τά μπροστινά πόδια· на бо́су(ю) ногу ξυπόλητος· ◊ перенести болезнь на \ногаа́х περνώ τήν ἀρρώστεια στό πόδι· кланяться в но́ги κάνω ἐδαφιαία ὑπόκλισή идти в но́гу а) πηγαίνω, βαδίζω μέ ταιριαστό βήμα, б) перен συμβαδίζω, δέν μένω πίσω· связа́ть кого-л. по рукам и \ногаам разг δένω κάποιον χεροπόδαρα, δεσμεύω κάποιον протянуть но́ги разг перен τά τινάζω, τινάζω τά πέταλα· с головы до ног πατό-κορφα, ἀπό τήν κορφή ὡς τά νύχια· бежать со всех ног разг τρέχω μέ τά τέσσερα, τό βάζω στά πόδια· быть без ног (от усталости) разг ξεποδαριάστηκα, μοῦ κόπηκαν τά πόδια μου· еле волочить ноги μόλις σέρνω τά πόδια μου· поставить (поднять) кого-л. на \ногаи а) κάνω καλά (вылечить), б) ἀνατρέφω (воспитать)· поднять всех на \ногаи ἀναστατω, σηκώνω ὅλον τόν κόσμο στό ποδάρι· топтать \ногаами τσαλαπατώ, ποδοπατώ· жить на широкую ногу κάνω πολυέξοδη ζωή· вверх \ногаами а) ἀνάποδα, μέ τά πόδια πάνω, б) перен εἶμαι ἄνω κάτω· быть на короткой \ногае с кем-л. είμαστε στενοί φίλοι μέ κάποιον стоять одной \ногаой в могиле εἶμαι μέ τό δνα πόδι στον τάφο· моей \ногай у вас не будет δέν θά ξαναπατήσω τό πόδι μου ἐδῶ· встать с левой \ногай στραβοκοιμήθηκα, εἶμαι κακοδιάθετος, δέν εἶμαι στά κέφια μου· унести́ ио́ги разг τό βάζω στά πόδια· не чувствовать под собой ног (от радости) πετώ ἀπ' τή χαρά μου· хромать на обе \ногай πηγαίνω πολύ ἀσχημα· κ \ногаέ! воен. παρά πόδα! -
8 высота
1. (расстояние по вертикали) το ύψοςабсолютная - (над уровнем моря) απόλυτο/πραγματικό - (πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας)критическая ав. - κρίσιμο -, τελικό -- надводного борта (судна) - εξάλων, εφεδρικό -- неровностей профиля по десяти точкам (шероховатость поверхности) - των δέκα σημείων (τραχύτητας της επιφάνειας)пьезометрическая - πιεζο-μετρικό -, υδροστατικό -2. (звука) το ύψος (συχνότητα) του ήχου 3. (вертикальный рамер балки, сосуда и т.п.) το ύψοςмаксимальная - μέγιστο -, ανώτερο -4. (возвышенность) το ύψωμαο λόφος5. астр. το ύψοςисправленная - (нвг.) διορθωμένο -истинная - αληθές (του εξάντα) -, πραγματικό -- μεσημβρινού, το μεσημβρινό έξαρμαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > высота
-
9 вперемешку
вперемешкунареч разг ἀνάκατα, ἀνακατωμένα, φύρδην μίγδην, ἄνω-κάτω:книги лежали \вперемешку с тетрадями τά βιβλία ήταν ἀνακατωμένα μέ τά τετράδια -
10 дно
дн||ос ὁ πάτος, ὁ πυθμήν, ὁ πυθμέ·.№> с ὁ πυθμένας, ὁ πυθμήν, ὁ βυθός, ὁ π?'θ.:\дно моря ὁ βυθός (или ὁ πυθμένας) "№ασσας· \дно реки ἡ κοίτη τοῦ πο-™Μ· „. бутылки (бочки) ὁ πάτος τοῦ ^«κώιοῦ (τοῦ βαρελιού)· \дно колодца ὁ ὑμένας χοθ πηγαδιοῦ· с двойным \дном οἰπατος, μέ δυό πυθμένες· опрокинуть ?еР· \дном ἀναποδογυρίζω· ◊ золотое \дно ™.№»ωρυχεῖο, ὁ θησαυρός· пить до №Щщ ὡς τόν πάτο· идти ко дну βου-^Щ πηγαίνω στον πάτο, βυθίζομαι· пустить корабль ко дну́ βουλιάζω τό ΚΕ-ραΡν перевернуть все вверх \дном ἀνα· °?Ρίζω τά πάντα, τά κάνω ἄνω κάτω. -
11 дым
дымм ὁ καπνός· ◊ нет \дыма без огий δέν ὑπάρχει καπνός χωρίς φωτιά· \дым коромыслом разг φασαρία, θόρυβος, ὀλα εἶναι ἄνω κάτω. -
12 кавардак
кавардакм разг ἡ φασαρία (шум) / ἡ ἀκαταστασία, ἡ ἀνακατωσούρα (беспорядок):устраивать \кавардак τάκάνω ἄνω κάτω/ κάνω φασαρία (шум). -
13 перевертывать
перевертыватьнесов ἀναποδογυρίζω:\перевертывать страницу γυρίζω τή σελίδα· \перевертывать стул ἀναποδογυρίζω τήν καρέκλα· \перевертывать вверх дном κάνω ἄνω κάτω, ἀναποδογυρίζω· \перевертываться ἀναποδογυρίζομαι. -
14 растрепанный
растрепанн||ыйприч. и прил στραπατσαρισμένος, τσαλακωμένος/ ἀνακατεμένος (о волосах)/ κουρελιασμένος (о книге и т. п.):с \растрепанныйыми волосами ἀναμαλλιασμένος, ἀναμαλλιάρης· ◊ быть в \растрепанныйых чу́в-ствах разг εἶμαι συγχυσμένος, εἶμαι ἄνω κάτω. -
15 шиворот-навыворот
шиворот-навыворотпарен, разг ἀνάποδα, ἄνω κάτω:все идет \шиворот-навыворот ὅλα πδνε ἀνάποδα· делать все \шиворот-навыворот τά κάνω ὅλα ἀνάποδα, μπερδεύω τά πάντα. -
16 шиворот-навыворот
[*][σύβαρατ-ναβύβαρατ) εκίρ. ανάποδα, άνω κάτω -
17 шиворот-навыворот
[*][σύβαρατ-ναβύβαρατ) εκίρ ανάποδα, άνω κάτω -
18 будоражить
-жу, -жишь, ρ.δ.μ.αναστατώνω, ανακατεύω, καταθορυβώ, κάνω άνω-κάτω. || φοβίζω, ανησυχώ, ταράζω.ανησυχώ, ταράζομαι, θορυβούμαι. -
19 взворачивать
-
20 взворотить
-рочу, -ротишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. взвороченный, βρ: -чен, -а, -о ρ.σ.μ.(απλ.)1. ρίχνω επάνω, εναποθέτω.2. ανακατεύω, κάνω άνω-κάτω•кто вещи в сунтуке -ил? ποιος ανακάτεψε τα πράγματα στο σεντούκι;
См. также в других словарях:
άνω — (I) ἄνω (Α) 1. διανύω, τελειώνω 2. παθ. (κυρίως για χρονική περίοδο) φθάνω στο τέρμα, προχωρώ προς το τέλος μου. [ΕΤΥΜΟΛ. < άνFω. Παράλληλος τ. του ανύω, που απαντά στον Όμηρο, στον Ηρόδοτο και στους ποιητές]. (II) (Α ἄνω) επίρρ. 1. επάνω 2.… … Dictionary of Greek
κάτω — και κάτου (ΑΜ κάτω) επίρρ. 1. σε κατώτερο σημείο, χαμηλά (α. «τόν πέταξε κάτω από το παράθυρο» β. «πᾱν δέ τ ἐπισκύνιον κάτω ἕλκεται», Ομ. Ιλ.) 2. χάμω, πάνω στη γη, πάνω στο έδαφος (α. «εμείς θα κοιμηθούμε κάτω» β. «έριξε κάτω τα μάτια της»… … Dictionary of Greek
άνω — (συνηθέστ. πάνω ή πάνου), επίρρ. τοπικό· στη φρ. «Μ έκανε άνω κάτω» και «Έγινα άνω κάτω» με αναστάτωσε, με σύγχυσε ή αναστατώθηκα, συγχύστηκα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Κάτω Κλεινών, δήμος — Νέος δήμος (3.963 κάτ.) του νομού Φλωρίνης, που συστάθηκε με το σχέδιο Καποδίστριας και αποτελείται από την πρώην ομώνυμη κοινότητα καθώς και από τις πρώην κοινότητες Αγίας Παρασκευής, Ακρίτα, Άνω Καλλινίκης, Άνω Κλεινών, Εθνικού, Κάτω Καλλινίκης … Dictionary of Greek
Άνω Βιάννος — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 560 μ., 818 κάτ.) στην πρώην επαρχία Βιάννου του νομού Ηρακλείου. Βρίσκεται στις νοτιοδυτικές πλαγιές της κορυφής της Δίκτης, Αφέντης Χριστός. Αποτελεί έδρα του δήμου Βιάννου. Παράγει εκλεκτό μέλι και έχει και μικρή… … Dictionary of Greek
άνω κοίλη φλέβα — Φλέβα που αποτελείται από τη συμβολή της αζύγου και των δύο ανώνυμων φλεβών. Αρχίζει από την πίσω δεξιά στερνοκλειδική άρθρωση, προχωρεί προς τα κάτω παράλληλα με το δεξιό χείλος του στέρνου και εκβάλλει στο άνω τοίχωμα του δεξιού κόλπου.… … Dictionary of Greek
Άνω Αχαΐα — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 60 μ., 402 κάτ.) στην πρώην επαρχία Πατρών του νομού Αχαΐας. Βρίσκεται πάνω σε λόφο, στα Ν της Κάτω Αχαΐας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Δύμης … Dictionary of Greek
Άνω Καλλινίκη — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 605 μ., 325 κάτ.) του νομού Φλωρίνης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Κάτω Κλεινών … Dictionary of Greek
Άνω Κλεινές — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 635 μ., 222 κάτ.) του νομού Φλωρίνης. Βρίσκεται στο βόρειο τμήμα του νομού. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Κάτω Κλεινών … Dictionary of Greek
Άνω Πωγωνίου, δήμος — Νέος δήμος (1.663 κάτ.) του νομού Ιωαννίνων, που συστάθηκε με το σχέδιο Καποδίστριας και αποτελείται από τις πρώην κοινότητες Αγίου Κοσμά, Βασιλικού, Κακολάκκου, Κάτω Μερόπης, Κεφαλοβρύσου, Μερόπης, Παλαιοπύργου, Ρουψιάς και Ωραιοκάστρου, οι… … Dictionary of Greek
Άνω Σουδεναίικα — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 60 μ., 274 κάτ.) στην πρώην επαρχία Πατρών του νομού Αχαΐας. Βρίσκεται στα ΝΑ της Κάτω Αχαΐας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ωλένιας … Dictionary of Greek